- φιλολογώ
- 1. αμτβ., ασχολούμαι με τη φιλολογία (βλ. λ.) και μάλιστα την κλασική.2. ασχολούμαι ερασιτεχνικά με τη λογοτεχνία, μελετώ λογοτεχνικά έργα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.